μαιανδρώδης

μαιανδρώδης
μαιανδρώδης, ες,
A winding, Ph.Bel.86.5.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μαιανδρώδης — winding masc/fem acc pl (attic epic doric) μαιανδρώδης winding masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) μαιανδρώδης winding masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαιανδρώδης — μαιανδρώδης, ῶδες (Α) [μαίανδρος] αυτός που μοιάζει με μαίανδρο κατά το σχήμα …   Dictionary of Greek

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”